- γεωργικῶς
- γεωργικόςagriculturaladverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εδαφολογία — Κλάδος των φυσιογνωστικών επιστημών που ασχολείται με τη μελέτη του εδάφους, όσον αφορά ιδιαίτερα τον τομέα της γεωργίας. Ερευνά επιστημονικά, δηλαδή, τους διάφορους παράγοντες του στρώματος του εδάφους πάνω στο οποίο εξελίσσεται η φυτική ζωή.… … Dictionary of Greek